πισσουργός

πισσουργός
ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α
παρασκευαστής πίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -ουργός (< έργον*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιττουργός — πισσουργός , πισσουργός maker of pitch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσουργοί — πισσουργός maker of pitch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • πισσουργία — η, ΝΑ [πισσουργός] παρασκευή πίσσας …   Dictionary of Greek

  • πισσουργίς — ίδος, η, Ν ναυτ. σχεδία πάνω στην οποία λειώνουν την πίσσα και εργάζονται οι ναύτες που ασχολούνται με το καλαφάτισμα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσουργός + επίθημα ίς / ίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • πισσουργείο — το / πισσουργεῑον και αττ. τ. πιττουργεῑον, ΝΑ [πισσουργός] τόπος παραγωγής και κατεργασίας τής πίσσας, εργαστήριο όπου γίνεται η παραγωγή και η κατεργασία τής πίσσας («ἔχει δὲ καὶ πιττουργεῑα θαυμαστά», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • πισσουργούμαι — και αττ. τ. πιττουργοῡμαι, έομαι, Α [πισσουργός] παρασκευάζομαι με πίσσα …   Dictionary of Greek

  • πιττουργοῦ — πισσουργοῦ , πισσουργέομαι to be made into pitch pres imperat mp 2nd sg (attic) πισσουργοῦ , πισσουργέομαι to be made into pitch imperf ind mp 2nd sg (attic) πισσουργοῦ , πισσουργός maker of pitch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”